γλαγόεις

γλαγόεις
γλαγόεις, -εσσα, -εν (Α) [γλάγος]
1. ο γλαγερός*
2. λευκός σαν γάλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλαγόεις — milky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαγόεντα — γλαγόεις milky neut nom/voc/acc pl γλαγόεις milky masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαγόεντας — γλαγόεις milky masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαγόεντες — γλαγόεις milky masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαγόεντι — γλαγόεις milky masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαγόεντος — γλαγόεις milky masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαγόεσσα — γλαγόεις milky fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαγόεσσαν — γλαγόεις milky fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλάγος — ( εος), το (Α) γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *γλάκος, με αφομοίωση < (θ.) γλακ (πρβλ. γάλα). Σύμφωνα προς άλλη άποψη, το γλάγος θεωρείται ως ετυμολογική βάση αυτής τής οικογένειας από αρχική μορφή ρίζας *βλαγ < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”